Βοηθώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: βοηθώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pagalba, pagelbėti, priežiūra, globa, padėjėjas, padėti, padės, padeda, pagalbos, padėtų
Βοηθώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βοηθώ

βοηθώ modern greek verbs, να βοηθώ, βοηθώ αντωνυμο, βοηθώ συνώνυμο, βοηθώ conjugation, βοηθώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βοηθώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • βοηθητικός στα λιθουανικά - pagalbinis, pagalbinė, pagalbinės, pagalbiniai, pagalbinių
  • βοηθός στα λιθουανικά - padėjėjas, pagalba, pagalbininkas, pagelbėti, asistentas, asistentė, padėjėja, ...
  • βολή στα λιθουανικά - nuotrauka, kadras, šūvis, smūgiuotas kamuolys, smūgis
  • βολβός στα λιθουανικά - svogūnas, statyba, lemputė, lemputės, lemputę, bulb, kolba
Τυχαίες λέξεις
Βοηθώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pagalba, pagelbėti, priežiūra, globa, padėjėjas, padėti, padės, padeda, pagalbos, padėtų