Βότανο στα λιθουανικά
Μετάφραση: βότανο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žolė, augalas, herb, žolių, žolelių
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βότανο
βότανο για το συκώτι, βότανο forskolin, βότανο αρτεμισία, βότανο τριβόλι, βότανο st john’s wort, βότανο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, βότανο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- βόρειος στα λιθουανικά - į šiaurę, šiaurės, šiaurę, North, šiaurės platumos
- βόσκω στα λιθουανικά - Naršymas, Naršoma, Peržiūra, naršymo, Browse
- βότσαλο στα λιθουανικά - akmenukas, žvirgždas, gargždas, kalnų krištolas, lęšis
- βύθισμα στα λιθουανικά - projektas, projektą, projekte, projektu
Τυχαίες λέξεις
Βότανο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žolė, augalas, herb, žolių, žolelių
Μεταφράσεις: žolė, augalas, herb, žolių, žolelių