Γεννοβολώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: γεννοβολώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
auginti, veislė, nerštas, neršiančių žuvų, neršto, neršiančių, neršiančių žuvų išteklių
Γεννοβολώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννοβολώ

γεννοβολώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γεννοβολώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • γενναιότητα στα λιθουανικά - drąsa, drąsą, narsa, narsumas, Bravery
  • γεννητικός στα λιθουανικά - gimdantis, generatyvinės, generatyvinių, generatyvinė, generatyvinis
  • γεννώ στα λιθουανικά - lokys, meška, užgriūti, apsiveršiuoti, atsivesti, Atnesties, Atskirti nuo lodowca
  • γενοκτονία στα λιθουανικά - genocidas, genocido, gyventojų genocido, genocidu, genocidą
Τυχαίες λέξεις
Γεννοβολώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: auginti, veislė, nerštas, neršiančių žuvų, neršto, neršiančių, neršiančių žuvų išteklių