Γυαλίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: γυαλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
poliruoti, blizginti, lenkų, Lenkijos, polish, lakas, lako
Γυαλίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γυαλίζω

γυαλίζω ασημικά, γυαλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γυαλίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • γυαλάδα στα λιθουανικά - blizgesys, vengti kalbėti, blizginti, apgaulingai maloni išorė, glosa
  • γυαλί στα λιθουανικά - stikliukas, stiklinė, stiklas, stiklo, stiklai, stiklinis, glass
  • γυαλιά στα λιθουανικά - akiniai, stiklai, akinius, stiklų, stiklinės
  • γυαλιστερός στα λιθουανικά - spangly
Τυχαίες λέξεις
Γυαλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: poliruoti, blizginti, lenkų, Lenkijos, polish, lakas, lako