Δήμευση στα λιθουανικά
Μετάφραση: δήμευση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
konfiskavimas, konfiskavimo, konfiskuoti, konfiskavimą, konfiskacija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δήμευση
δήμευση περιουσιακών στοιχείων, δήμευση καταθέσεων, δήμευση ακινήτου, δήμευση περιουσιών για φοροδιαφυγή, δήμευση λεξικό, δήμευση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δήμευση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δήλωση στα λιθουανικά - pareiškimas, argumentas, ataskaita, pareiškimą, teiginys
- δήμαρχος στα λιθουανικά - meras, mero, Mayor, miesto meras, meru
- δήμιος στα λιθουανικά - budelis, Bende, Oprawca
- δήμος στα λιθουανικά - taryba, miestelis, Township, gyvenvietė, sen, miestelio
Τυχαίες λέξεις
Δήμευση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: konfiskavimas, konfiskavimo, konfiskuoti, konfiskavimą, konfiskacija
Μεταφράσεις: konfiskavimas, konfiskavimo, konfiskuoti, konfiskavimą, konfiskacija