Δεσμεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: δεσμεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rišti, sukaustyti, Susieti rankomis bei kojomis, apkaustyti, pančioti, grandinė
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσμεύω
δεσμεύω χρήματα, δεσμεύω συνωνυμα, δεσμεύω συνώνυμα, δεσμεύω στα αγγλικά, δεσμεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δεσμεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δεσμίδα στα λιθουανικά - paketas, pėdas, ryšulys, pluoštas, siuntinys, paplatinti, Ream, ...
- δεσμευτικός στα λιθουανικά - įpareigojantis, įrišimas, privalomas, privalomi, privalomos
- δεσμοφύλακας στα λιθουανικά - kalėjimo sargas, kalėjimo prižiūrėtojas, jailer, Sergėtoja kalėjimo
- δεσμός στα λιθουανικά - dalykas, daiktas, reikalas, istorija, ryšys, obligacija, obligacijų, ...
Τυχαίες λέξεις
Δεσμεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: rišti, sukaustyti, Susieti rankomis bei kojomis, apkaustyti, pančioti, grandinė
Μεταφράσεις: rišti, sukaustyti, Susieti rankomis bei kojomis, apkaustyti, pančioti, grandinė