Δεσμοφύλακας στα λιθουανικά

Μετάφραση: δεσμοφύλακας, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalėjimo sargas, kalėjimo prižiūrėtojas, jailer, Sergėtoja kalėjimo
Δεσμοφύλακας στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσμοφύλακας

δεσμοφύλακας ο πόνος, δεσμοφύλακας λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δεσμοφύλακας στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • δεσμευτικός στα λιθουανικά - įpareigojantis, įrišimas, privalomas, privalomi, privalomos
  • δεσμεύω στα λιθουανικά - rišti, sukaustyti, Susieti rankomis bei kojomis, apkaustyti, pančioti, grandinė
  • δεσμός στα λιθουανικά - dalykas, daiktas, reikalas, istorija, ryšys, obligacija, obligacijų, ...
  • δεσποινίς στα λιθουανικά - mergaitė, mergina, panelė, mademoiselle
Τυχαίες λέξεις
Δεσμοφύλακας στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kalėjimo sargas, kalėjimo prižiūrėtojas, jailer, Sergėtoja kalėjimo