Δεσποτικός στα λιθουανικά

Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
despotas, tironas, autokratas, meistriškas, meistriškai, meistrišką, meistrišku, valdinga
Δεσποτικός στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δεσποτικός

δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δεσποτικός στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • δεσμός στα λιθουανικά - dalykas, daiktas, reikalas, istorija, ryšys, obligacija, obligacijų, ...
  • δεσποινίς στα λιθουανικά - mergaitė, mergina, panelė, mademoiselle
  • δεσπόζω στα λιθουανικά - Pakilti, matyt, Pakilti virš, Pranoksta
  • δευτερεύων στα λιθουανικά - antrinis, antrinė, antrinės, antrinio, vidurinio
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: despotas, tironas, autokratas, meistriškas, meistriškai, meistrišką, meistrišku, valdinga