Διαφοροποιώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαφοροποιώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
diferencijuoti, atskirti, išskirti, skirtingus, skirtumo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαφοροποιώ
διαφοροποιώ συνώνυμο, διαφοροποιώ συνώνυμα, διαφοροποιώ στα αγγλικά, διαφοροποιώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαφοροποιώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαφορετικά στα λιθουανικά - kitaip, skirtingai, nevienodai
- διαφορετικός στα λιθουανικά - kitas, skirtingas, kitoks, skiriasi, skirtingi, skirtingos
- διαφυγή στα λιθουανικά - pabėgti, evakuavimo, evakuacijos, gelbėjimosi, Escape
- διαφωνία στα λιθουανικά - argumentas, ginčas, konfliktas, prieštaravimas, diskusija, debatai, iškeisti, ...
Τυχαίες λέξεις
Διαφοροποιώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: diferencijuoti, atskirti, išskirti, skirtingus, skirtumo
Μεταφράσεις: diferencijuoti, atskirti, išskirti, skirtingus, skirtumo