Δικανικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: δικανικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teismo, teismo ekspertizės, teismo medicinos, kriminalistikos, ekspertizės
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δικανικός
δικανικός ορισμός, δικανικός συλλογισμός, δικανικός ψυχολόγος, δικανικός λόγος, δικανικός ρήτορας, δικανικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δικανικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- δικαιοσύνη στα λιθουανικά - teisėjas, teisingumas, teisingumo, teisingumą, teisingumo erdvė, teisingumo erdvę
- δικαιώνω στα λιθουανικά - pateisinti, pagrįsti, pateisina, pateisintų, pagrindžia
- δικαστήριο στα λιθουανικά - teismas, sprendimą pateikęs teismas, kortai, teismo, teismui
- δικαστής στα λιθουανικά - teisėjas, teisėjo, teisėjui, teisėja
Τυχαίες λέξεις
Δικανικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: teismo, teismo ekspertizės, teismo medicinos, kriminalistikos, ekspertizės
Μεταφράσεις: teismo, teismo ekspertizės, teismo medicinos, kriminalistikos, ekspertizės