Διοικώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: διοικώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dioiko
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διοικώ
διοικώ αρχικοι χρονοι, διοικώ συνώνυμο, διοικώ συνώνυμα, διοικώ μετάφραση, διοικώ ετυμολογία, διοικώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διοικώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διοικητής στα λιθουανικά - vadas, komendantas, Commander, vado, vadui, vadu
- διοικητικός στα λιθουανικά - administracinis, administracinė, administracinės, administracinių, administracinio
- διορία στα λιθουανικά - terminas, galutinis terminas, termino, terminą, pateikimo terminas
- διορίζομαι στα λιθουανικά - skiria, paskirtas, paskirta, Jį skiria, paskyrė
Τυχαίες λέξεις
Διοικώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dioiko
Μεταφράσεις: dioiko