Διπλαρώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: διπλαρώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iš dalies sutapti, sutampa, persidengimas, dalies sutampa, sutapimo
Διπλαρώνω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλαρώνω

διπλαρώνω συνώνυμα, διπλαρώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διπλαρώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • διοχετεύω στα λιθουανικά - kanalas, nusausinti, išleisti, nutekėjimo, nusausinkite, išleiskite
  • διπλανός στα λιθουανικά - šalia, šalia durų, kaimynystėje, next door, visai šalia
  • διπλασιάζω στα λιθουανικά - dvigubas, Parzysty, Dvigubas, Dvigubos, Geminata, Dvigubai
  • διπλοκατοικία στα λιθουανικά - dvipusis, vienalaikio dvipusio ryšio, dvipusio, Duplex, dvipusio spausdinimo
Τυχαίες λέξεις
Διπλαρώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: iš dalies sutapti, sutampa, persidengimas, dalies sutampa, sutapimo