Εισβολέας στα λιθουανικά

Μετάφραση: εισβολέας, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užpuolikas, puolėjas, įsilaužėlis, įsilaužėliui, atakującej
Εισβολέας στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισβολέας

εισβολέας - η μπουμπού του fb, εισβολέας - σε πίνω λίγο λίγο, εισβολέας - eversor το κουτόχορτο στιχοι, εισβολέας & eversor - καμικάζι, εισβολέας - τα παιδικά μου χρόνια, εισβολέας λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εισβολέας στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εισαγωγικός στα λιθουανικά - įvadinis, įžanginis, įžanginė, įvadinė, įžanga
  • εισβάλλω στα λιθουανικά - įsiveržti, įsiveržti į, įsibrauti, įsibrauti į, užgrobti
  • εισβολή στα λιθουανικά - invazija, invazijos, įsiveržimas, invaziją, antplūdis
  • εισιτήριο στα λιθουανικά - bilietas, bilietų, bilietus, bilietą, bilietų įsigijimo
Τυχαίες λέξεις
Εισβολέας στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užpuolikas, puolėjas, įsilaužėlis, įsilaužėliui, atakującej