Ελάττωμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: ελάττωμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dėmė, trūkumas, defektas, defektų, defektai, defekto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελάττωμα
ελάττωμα in english, πραγματικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, ελάττωμα καρράς, ελάττωμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ελάττωμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εκών στα λιθουανικά - norom, Willy
- ελάσσων στα λιθουανικά - paauglys, nepilnametis, vaikas, nedidelis, nepilnamečio, nedideli, nedidelė
- ελάττωση στα λιθουανικά - mažinimas, sumažinimas, sumažinti, mažinimo, sumažėjimas
- ελάφι στα λιθουανικά - elnias, elnių, elniai, deer, elnio
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dėmė, trūkumas, defektas, defektų, defektai, defekto
Μεταφράσεις: dėmė, trūkumas, defektas, defektų, defektai, defekto