Εμποτίζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εμποτίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
Įsitvirtino, Dažytos į pluoštą, Nuolat farbować, Wyciskać piętno, Cinkuota ir siūlai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εμποτίζω
εμπλουτίζω συνώνυμα, εμποτίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εμποτίζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εμπορεύματα στα λιθουανικά - prekiauti, prekės, prekių, prekes, prekėms
- εμπορικός στα λιθουανικά - prekybos, komercinis, komercinės, komercinė, komercinių
- εμπρηστής στα λιθουανικά - arsonist
- εμπρηστικός στα λιθουανικά - uždegimo, uždegiminė, uždegiminės, uždegiminis, uždegiminių
Τυχαίες λέξεις
Εμποτίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: Įsitvirtino, Dažytos į pluoštą, Nuolat farbować, Wyciskać piętno, Cinkuota ir siūlai
Μεταφράσεις: Įsitvirtino, Dažytos į pluoštą, Nuolat farbować, Wyciskać piętno, Cinkuota ir siūlai