Επίθεση στα λιθουανικά
Μετάφραση: επίθεση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užpuolimas, ataka, išprievartavimas, užpulti, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, išpuolis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίθεση
επίθεση τύπου ddos, επίθεση στο συρμό 123, επίθεση δέχτηκε πριν λίγη ώρα ο πρωθυπουργός α. σαμαράς έξω από το μέγαρο μουσικής, επίθεση στο συρμό, επίθεση στο σταθμό 13, επίθεση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επίθεση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επίδομα στα λιθουανικά - pašalpa, išmoka, leidimų, pašalpą, pašalpos
- επίδραση στα λιθουανικά - poveikis, poveikį, poveikio, efektas, efektą
- επίθετο στα λιθουανικά - būdvardis, pavardė, būdvardžiu, Adjective, kimonò būdvardis
- επίκαιρος στα λιθουανικά - aktualus, aktuali, aktualūs, aktualios, vietiškai
Τυχαίες λέξεις
Επίθεση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užpuolimas, ataka, išprievartavimas, užpulti, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, išpuolis
Μεταφράσεις: užpuolimas, ataka, išprievartavimas, užpulti, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, išpuolis