Επίκαιρος στα λιθουανικά
Μετάφραση: επίκαιρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aktualus, aktuali, aktualūs, aktualios, vietiškai
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επίκαιρος
επίκαιρος translation, θουκυδίδης επίκαιρος, επίκαιρος συνώνυμα, επίκαιροσ μετάφραση, επίκαιρος συνώνυμο, επίκαιρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επίκαιρος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επίθεση στα λιθουανικά - užpuolimas, ataka, išprievartavimas, užpulti, smūgiavęs, priepuolis, išpuolių, ...
- επίθετο στα λιθουανικά - būdvardis, pavardė, būdvardžiu, Adjective, kimonò būdvardis
- επίκληση στα λιθουανικά - maldavimas, pritaikymo, meldimas, rėmimasis, invokacija
- επίκριση στα λιθουανικά - kritika, kritikos, kritiką
Τυχαίες λέξεις
Επίκαιρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: aktualus, aktuali, aktualūs, aktualios, vietiškai
Μεταφράσεις: aktualus, aktuali, aktualūs, aktualios, vietiškai