Επιβλέπω στα λιθουανικά
Μετάφραση: επιβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vadovauti, tvarkytų, Stebėti, Tvarkyti, Dyrygować
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επιβλέπω
επιβάλλω αγγλικα, επιβάλλω english, επιβλέπω αόριστοσ, επιβλέπω translation, επιβάλλω στα αγγλικά, επιβλέπω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιβλέπω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επιβιβάζομαι στα λιθουανικά - laivo, lenta, pradėti, imtis, įlaipinti, įlipti, laivą
- επιβιβάζω στα λιθουανικά - pradėti, imtis, įlaipinti, įlipti, laivą
- επιβλαβής στα λιθουανικά - žalingas, kenksmingas, kenkia, kenksmingi, kenksminga
- επιβλητικός στα λιθουανικά - orus, išdidus, nustatyti, nustatant, nustatantį, taikyti
Τυχαίες λέξεις
Επιβλέπω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vadovauti, tvarkytų, Stebėti, Tvarkyti, Dyrygować
Μεταφράσεις: vadovauti, tvarkytų, Stebėti, Tvarkyti, Dyrygować