Επιδότηση στα λιθουανικά

Μετάφραση: επιδότηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dotacija, subsidija, subsidijos, subsidijų, subsidiją
Επιδότηση στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επιδότηση

επιδότηση ελαιολάδου 2014, επιδότηση για νέους επιχειρηματίες έως 40 ετών, επιδότηση κουφωμάτων, επιδότηση ενοικίου, επιδότηση για αλλαγή κουφωμάτων 2013, επιδότηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επιδότηση στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • επιδρομή στα λιθουανικά - ataka, užpulti, reidas, antskrydis, antpuolis, užpuolimas, išnaršyti
  • επιδόρπιο στα λιθουανικά - desertas, dessert, desertiniai, desertinis
  • επιείκεια στα λιθουανικά - indulgencija, atlaidai, nuolaidžiavimas, pataikavimas, atlaidumas
  • επιεικής στα λιθουανικά - atlaidus, atleisti, dovanojimą, atleidžiantis, atlaidūs
Τυχαίες λέξεις
Επιδότηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dotacija, subsidija, subsidijos, subsidijų, subsidiją