Λέξη: επικουρικός

Σχετικές λέξεις: επικουρικός

επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός σημασία, επικουρικός φαρμακοποιός, επικουρικόσ σπλήνασ, επικουρικός πίνακας νοσηλευτών, επικουρικός κατάλογος

Συνώνυμα: επικουρικός

παραρτηματικός

Μεταφράσεις: επικουρικός

επικουρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subsidiary, auxiliary, the auxiliary, of the auxiliary, ancillary

επικουρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
filial, subsidiario, subsidiaria, filial de, subsidiaria de

επικουρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nebenstelle, tochtergesellschaft, zweigbetrieb, tochterunternehmen, zusätzlich, filiale, ergänzend, Tochtergesellschaft, Tochter, Tochterunternehmen

επικουρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adjoint, additif, assistant, additionnel, effondrement, complémentaire, succursale, secondaire, accessoire, filiale, subordonné, auxiliaire, annexe, supplémentaire, subsidiaire, affaissement, filiale à, filiale de, la filiale

επικουρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
filiale, accessorio, sussidiario, controllata, sussidiaria, società controllata

επικουρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
secundário, anexo, filial, acessório, subsidiário, subsidiária, controlada

επικουρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijkomend, bijkomstig, secundair, bijbehorend, aanhangsel, dochteronderneming, dochtermaatschappij, filiaal, dochterbedrijf, dochtervennootschap

επικουρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
второстепенный, подсобный, помощник, дополнительный, филиал, разменный, добавочный, вспомогательный, дочерняя компания, дочерняя, дочерней, дочернее

επικουρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ekstra, datterselskap, datterselskapet, datter

επικουρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
biträdande, dotterbolag, dotterbolaget, dotterföretag, dotter, subsidiärt

επικουρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toissijainen, tytäryhtiö, tytäryhtiön, tytäryritys, tytäryhtiölle, toissijaista

επικουρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
datterselskab, datterselskabet, subsidiær, dattervirksomhed

επικουρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dodatečný, pobočka, vedlejší, druhotný, doplňující, pomocný, podpůrný, podružný, přidělený, dceřiný, dceřiná, dceřiná společnost

επικουρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
filia, pomocnik, podjazdowy, oddział, zależny, drugorzędny, dodatkowy, pomocniczy, zależna, spółka zależna, zależną, spółką zależną

επικουρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
leányvállalat, leányvállalata, kiegészítő, leányvállalatot, leányvállalatának

επικουρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şube, bağlı, iştiraki, bağlı ortaklığı, yan kuruluşu, bağlı kuruluşu

επικουρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
підсобний, допоміжний, додатковий, помічник, філія, філіал, філію, филиал, філії

επικουρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndihmës, degë, filial, degë në, filiali

επικουρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
филиал, дъщерно дружество, дъщерно, дъщерно предприятие, субсидиарна

επικουρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
філіял, філія

επικουρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tütarettevõte, tütarettevõtja, tütarettevõtte, täiendava, tütarettevõtjale

επικουρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podružnica, podružnicu, podružnice, kći, ovisno društvo, kćer

επικουρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dótturfélag, dótturfyrirtæki, dótturfélags, dótturfélagi, dótturfÃ

επικουρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė

επικουρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filiāle, meitas, meitasuzņēmums, meitas sabiedrība, meitas uzņēmums

επικουρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
подружница, подружницата, супсидијарна, помошни, подружница на

επικουρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
filială, filiala, subsidiară, filialei, subsidiara

επικουρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hčerinska družba, hčerinsko, hčerinska, hčerinsko podjetje, podružnica

επικουρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
druhotný, pobočka, dcérsky, dcérska, dcérsku, dcérske, dcérskym
Τυχαίες λέξεις