Επικουρικός στα λιθουανικά
Μετάφραση: επικουρικός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: επικουρικός
επικουρικός λεξικό, επικουρικός αγγλικά, επικουρικός ακτινοφυσικός, επικουρικός ιατρός, επικουρικόσ μαστόσ, επικουρικός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, επικουρικός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- επικοινωνώ στα λιθουανικά - bendrauti, praneša, perduoda, pranešti, perduoti
- επικουρία στα λιθουανικά - padėjėjas, asistentas, pagalba, pagelbėti, pagalbininkas, priežiūra, globa, ...
- επικράτηση στα λιθουανικά - paplitimas, paplitimo, paplitimą, dažnis, paplitimo lygis
- επικρίνω στα λιθουανικά - kritikuoti, kritikuoja, kaltinti, priekaištauja, kritikuojame
Τυχαίες λέξεις
Επικουρικός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė
Μεταφράσεις: filialas, dukterinė bendrovė, papildomas, dukterinė, dukterinė įmonė