Ερημίτης στα λιθουανικά
Μετάφραση: ερημίτης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsiskyrėlis, atsiskyrėliu, Hermit, Atsiskyrėlio
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερημίτης
ερημίτησ παξοί, μάκησ ερημίτησ, ερημίτης κέρκυρα, ερημίτης ταρώ, ερημίτης κάβουρας, ερημίτης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ερημίτης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ερευνητής στα λιθουανικά - tyrėjas, tyrinėtojas, mokslo, mokslo darbuotojas, mokslininkas
- ερευνώ στα λιθουανικά - tirti, ištirti, išnagrinėti, tyrimą
- ερημικός στα λιθουανικά - atsiskyrėlis, atsiskyrėlis gyvenęs, kaip atsiskyrėlis gyvenęs, Odludek, gyvenantis atsiskyręs
- ερημώνω στα λιθουανικά - mažinti gyventojų skaičių, gyventojų skaičius sumažėjo, gyventojų skaičius sumažėjo žalia, Wyludniać, paskerdžiamos
Τυχαίες λέξεις
Ερημίτης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atsiskyrėlis, atsiskyrėliu, Hermit, Atsiskyrėlio
Μεταφράσεις: atsiskyrėlis, atsiskyrėliu, Hermit, Atsiskyrėlio