Εσπευσμένος στα λιθουανικά

Μετάφραση: εσπευσμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skubotas, nuskubėjo, skubėjo, suskubo, Pośpieszny
Εσπευσμένος στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εσπευσμένος

εσπευσμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εσπευσμένος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εσοχή στα λιθουανικά - kampas, įduba, niša, įpjova, griovelis, alkova
  • εσπερινός στα λιθουανικά - mišparai, Vakare nabożeństwo, Vakarinė malda
  • εστία στα λιθουανικά - židinys, kokliai, Marteno, židiniu, židinio
  • εστιατόριο στα λιθουανικά - restoranas, Restaurant, restorane, restorano
Τυχαίες λέξεις
Εσπευσμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skubotas, nuskubėjo, skubėjo, suskubo, Pośpieszny