Ευκατάστατος στα λιθουανικά

Μετάφραση: ευκατάστατος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
turtingas, pasiturintiems, pasiturintys, neblogėja, pasiturinčių, prastės
Ευκατάστατος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευκατάστατος

ευκατάστατος συνώνυμο, ευκατάστατος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ευκατάστατος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ευκαιρία στα λιθουανικά - laimė, proga, galimybė, sėkmė, atsitiktinumas, galimybę, galimybės, ...
  • ευκαμψία στα λιθουανικά - lankstumas, lankstumo, lankstumą, taikyti lankstumo, lanksčiai
  • ευκολία στα λιθουανικά - palengvinti, sumažinti, lengviau, palengvins, palengvintų
  • ευκολόπιστος στα λιθουανικά - efkolopistos
Τυχαίες λέξεις
Ευκατάστατος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: turtingas, pasiturintiems, pasiturintys, neblogėja, pasiturinčių, prastės