Ικανοποίηση στα λιθουανικά

Μετάφραση: ικανοποίηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasitenkinimas, pasitenkinimą, pasitenkinimo, patenkinti, patenkinimas
Ικανοποίηση στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ικανοποίηση

ικανοποίηση συνώνυμα, ικανοποίηση ασθενών, ικανοποίηση φοιτητών, ικανοποίηση εργαζομένων, ικανοποίηση από την εργασία, ικανοποίηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ικανοποίηση στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ιθύνω στα λιθουανικά - liniuotė, taisyklė, norma, valdyti, viešpatauti, kūrėjai, formuotojai, ...
  • ικανά στα λιθουανικά - galintis, gali, galima, pajėgi, galėtų
  • ικανοποιημένο στα λιθουανικά - turinys, pasitenkinimas, patenkintas, patenkinti, įsitikina, tenkina
  • ικανοποιημένος στα λιθουανικά - turinys, pasitenkinimas, kiekis, turinio, turinį, content
Τυχαίες λέξεις
Ικανοποίηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pasitenkinimas, pasitenkinimą, pasitenkinimo, patenkinti, patenkinimas