Κάπρος στα λιθουανικά

Μετάφραση: κάπρος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šernas, šernų, boar, kuilio, šerno
Κάπρος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κάπρος

κάπρος του ερύμανθου, κάπρος σεραφείμ, κάπρος του αυγεία, κάπρος εμπ, καλυδώνιος κάπρος, κάπρος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κάπρος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κάποιος στα λιθουανικά - žmogus, asmuo, kažkas, nors, kas, kas nors, tą
  • κάποτε στα λιθουανικά - kažkada, kartais, kada, kada nors, sometime
  • κάπως στα λιθουανικά - šiek tiek, kiek, gana, truputį, šiek
  • κάρβουνα στα λιθουανικά - anglis, Grilis, kepimas ant grotelių, ant grotelių, kepimo, grotelių
Τυχαίες λέξεις
Κάπρος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šernas, šernų, boar, kuilio, šerno