Κάτοχος στα λιθουανικά
Μετάφραση: κάτοχος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
savininkas, gyventojas, turėtojas, laikiklis, turėtojui, turėtojo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κάτοχος
κάτοχοσ άδειασ υπηρεσιών ασφαλείασ security, κάτοχος αγροτικής εκμετάλλευσης, κάτοχος τηλεφωνικού αριθμού, κάτοχος διπλώματος οδήγησης, κάτοχος voucher, κάτοχος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κάτοχος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κάτισχνος στα λιθουανικά - išvargęs, išsekintas, išsekęs, Haggard, Wybiedzony
- κάτοικος στα λιθουανικά - gyventojas, gyvena, rezidentas, rezidentė, gyvenamoji
- κάτω στα λιθουανικά - žemyn, nustatantis, nustatantį, nustatančio
- κάψουλα στα λιθουανικά - kapsulė, kapsulėje, kapsulės, kapsulę, kapsulių
Τυχαίες λέξεις
Κάτοχος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: savininkas, gyventojas, turėtojas, laikiklis, turėtojui, turėtojo
Μεταφράσεις: savininkas, gyventojas, turėtojas, laikiklis, turėtojui, turėtojo