Καθρέφτης στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veidrodis, Mirror, veidrodėlis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθρέφτης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα λιθουανικά - aibė, fiksuotas, fiksuoto, fiksuota, fiksuotų, fiksuotos
- καθοριστικός στα λιθουανικά - determinantas, lemiamas, lemiantis, veiksnys, lemiantis veiksnys
- καθυστέρηση στα λιθουανικά - trukti, delsimas, uždelsimas, vėlavimas, vėlavimo, vėlavimą
- καθυστερημένος στα λιθουανικά - atsilikusi, sulėtėja, intelekto, atsilikęs, sulėtėjimas
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: veidrodis, Mirror, veidrodėlis
Μεταφράσεις: veidrodis, Mirror, veidrodėlis