Κατάστρωμα στα λιθουανικά
Μετάφραση: κατάστρωμα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
denis, denio, agregatas, denyje, agregato
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάστρωμα
κάτω κατάστρωμα, κατάστρωμα οδού, ονειροκρίτης κατάστρωμα, κατάστρωμα πλοίου, κατάστρωμα γέφυρασ, κατάστρωμα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατάστρωμα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κατάσταση στα λιθουανικά - būklė, sąlyga, padėtis, argumentas, pareiškimas, būklės, būklę
- κατάστημα στα λιθουανικά - parduotuvė, Shop, parduotuvės, parduotuvėje, parduotuvę
- κατάσχω στα λιθουανικά - laikinai areštuoti turtą, neleisti naudotis, areštuoti, Konfiskuota, apriboti naudojimąsi turtu
- κατάφορτος στα λιθουανικά - pilnas, sudėtingas, kupinas, kupina, iškraipo
Τυχαίες λέξεις
Κατάστρωμα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: denis, denio, agregatas, denyje, agregato
Μεταφράσεις: denis, denio, agregatas, denyje, agregato