Κατήφεια στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατήφεια, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
niūksoti, dunguotis, rauktis, niūroti, rūškana
Κατήφεια στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατήφεια

κατήφεια σημασια, κατήφεια ετυμολογία, κατήφεια λεξικο, κατήφεια συνώνυμο, κατήφεια λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατήφεια στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατέχω στα λιθουανικά - laikyti, turėti, surengti, eiti, išlaikyti
  • κατήγορος στα λιθουανικά - kaltintojas, prokuroras, prokuroro, prokurorui, prokurorė
  • κατήφορος στα λιθουανικά - žemyn, kalnų, pakalnę, į pakalnę, nuokalnėn
  • καταβάλλω στα λιθουανικά - nugalėti, užvaldyti, priblokšti, įveikti, įveiktų, apveikti
Τυχαίες λέξεις
Κατήφεια στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: niūksoti, dunguotis, rauktis, niūroti, rūškana