Κατακτώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατακτώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkariauti, nugalėti, įveikti, įsitvirtinti, valdyk
Κατακτώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατακτώ

κατακτώ αγγλικά, κατακτώ μετάφραση, κατακτώ english, κατακτώ συνώνυμο, κατακτω συνώνυμα, κατακτώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατακτώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατακραυγή στα λιθουανικά - šauksmas, protestas, protestų, pasipiktinimas, padaugėjus protestų
  • κατακτητής στα λιθουανικά - užkariautojas, nugalėtojas, užkariautoja, Labai partija, lemiamoji partija
  • κατακυρώνω στα λιθουανικά - numušti, pargriauti, nugriauti, parblokšti, nuversti
  • κατακόκκινος στα λιθουανικά - Vermillion
Τυχαίες λέξεις
Κατακτώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: užkariauti, nugalėti, įveikti, įsitvirtinti, valdyk