Κατοχή στα λιθουανικά

Μετάφραση: κατοχή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
profesija, verslas, tarnyba, darbas, turėjimas, laikymas, eigą, laikymą, laikymo
Κατοχή στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κατοχή

κατοχή αντίσταση και απελευθέρωση, κατοχή 1941, κατοχή ναρκωτικών ποινή, κατοχή λεξικό, κατοχή στην ελλάδα, κατοχή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατοχή στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κατολίσθηση στα λιθουανικά - nuošliauža, stumdomas, stumdomos, slydimo, slankiosios, stumdami
  • κατορθώνω στα λιθουανικά - pasiekti, įdėti, davė, ieškojo, pateikti, įgyvendinti
  • κατοχυρώνω στα λιθουανικά - ginti, stiprinti, pasistiprinti, įtvirtinti, sustiprins, spirituoti
  • κατράμι στα λιθουανικά - jūrininkas, jūreivis, derva, degutas, pikis, nuolydis, aikštelė, ...
Τυχαίες λέξεις
Κατοχή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: profesija, verslas, tarnyba, darbas, turėjimas, laikymas, eigą, laikymą, laikymo