Κλιμάκωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: κλιμάκωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gama, mastelis, žvynas, paaštrėjimas, eskalavimas, eskalavimo, eskalacijos, eskalacija
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλιμάκωση
κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2013, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση γενικού βαθμού πρόσβασης 2012, κλιμάκωση συνώνυμο, κλιμάκωση βαθμού πρόσβασης 2011, κλιμάκωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κλιμάκωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κλητεύω στα λιθουανικά - teismo šaukimas, teismo šaukimą, šaukimas, šaukimą, Sukelti į teismą
- κλικ στα λιθουανικά - spragtelėjimas, spustelėkite, paspaudimas, paspaudimu, paspaudimą
- κλιμακώνομαι στα λιθουανικά - stiprėja, escalates
- κλινική στα λιθουανικά - klinika, poliklinika, klinikoje, klinikos, Clinic, kliniką
Τυχαίες λέξεις
Κλιμάκωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gama, mastelis, žvynas, paaštrėjimas, eskalavimas, eskalavimo, eskalacijos, eskalacija
Μεταφράσεις: gama, mastelis, žvynas, paaštrėjimas, eskalavimas, eskalavimo, eskalacijos, eskalacija