Κοπάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: κοπάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sumažinti, aptašyti, atsimėtėti, atšipinti, aprimti
Κοπάζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κοπάζω

κοπάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κοπάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κοντός στα λιθουανικά - šiurkštus, trumpas, trumpą, trumpai tariant, trumpi, trumpa
  • κοπάδι στα λιθουανικά - kaimenė, banda, bandos, bandą, bandų
  • κοπή στα λιθουανικά - kirpti, pjovimas, pjaustymas, pjaustymo, pjovimo, štampavimas
  • κοπανίζω στα λιθουανικά - svaras, pliekti, tėkštis, Machnąć, Ciachać, Pacnąć
Τυχαίες λέξεις
Κοπάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: sumažinti, aptašyti, atsimėtėti, atšipinti, aprimti