Κουρελιασμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: κουρελιασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nuplyšęs, Oberwany, suplyšę, nuskaręs, Noplīsis
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρελιασμένος
κουρελιασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κουρελιασμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κουραφέξαλα στα λιθουανικά - riešutai, riešutų, veržlės, riešutus, veržles
- κουρδίζω στα λιθουανικά - arija, vėjas, melodija, tune, sureguliuoti, derinimas
- κουρεύω στα λιθουανικά - kirpti, derlius, vilnos, vilna, fleece, vilnų, multinas
- κουρκούτι στα λιθουανικά - pliurza, mush, sentimentalus romanas, saldus sentimentalumas, marmūzė
Τυχαίες λέξεις
Κουρελιασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nuplyšęs, Oberwany, suplyšę, nuskaręs, Noplīsis
Μεταφράσεις: nuplyšęs, Oberwany, suplyšę, nuskaręs, Noplīsis