Κωπηλατώ στα λιθουανικά

Μετάφραση: κωπηλατώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
eilė, irkluoti, kivirčas, ginčas, skandalas, vaidas, kanoja, kanojų, Canoe, Kanojai, baidarė
Κωπηλατώ στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κωπηλατώ

κωπηλατώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κωπηλατώ στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • κωνοφόρος στα λιθουανικά - spygliuotas, spygliuočių, spygliuočiais, Pušiniai
  • κωπηλασία στα λιθουανικά - irklavimas, irklavimo, irkluojamąsias, rowing, irklavimo ir
  • κόβω στα λιθουανικά - kirpti, suskaldyti, žiaurus, barbariškas, skinti, laukinis, nutraukti, ...
  • κόκαλο στα λιθουανικά - kaulas, kaulų, kaulo, kaulais, su kaulais
Τυχαίες λέξεις
Κωπηλατώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: eilė, irkluoti, kivirčas, ginčas, skandalas, vaidas, kanoja, kanojų, Canoe, Kanojai, baidarė