Μαυλίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: μαυλίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
orgija, pataikauti, kurstyti, nuolaidžiauti, kurstytojas, pataikūnas
Μαυλίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μαυλίζω

μαυλίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μαυλίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ματιά στα λιθουανικά - žiūrėti, ieškoti, atrodo, pažvelgti, surasti
  • ματώνω στα λιθουανικά - kraujuoti, kraujavimas, kraujuoja, užribio, nuorinkite
  • μαυρίζω στα λιθουανικά - apdegti, valytoja, dirbti valytoja, kas nors apdegęs, anglyti
  • μαυροπίνακας στα λιθουανικά - klasės lenta, blackboard, lenta, lentos, rašymo lenta
Τυχαίες λέξεις
Μαυλίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: orgija, pataikauti, kurstyti, nuolaidžiauti, kurstytojas, pataikūnas