Μηχανουργός στα λιθουανικά
Μετάφραση: μηχανουργός, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
staklininkas, machinist, šaltkalvis, mašinistas, kvalifikuotas darbininkas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μηχανουργός
μηχανουργός ιεκ, μηχανουργός λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μηχανουργός στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μηχανικός στα λιθουανικά - inžinierius, mechanikas, inžinieriaus, engineer
- μηχανισμός στα λιθουανικά - mechanizmas, mechanizmą, mechanizmo
- μιαίνω στα λιθουανικά - teršti, teršia, užteršti, neteršia, užteršiant
- μιζέρια στα λιθουανικά - skurdumas, skurdas, vargas, kančia, kančių, bėda
Τυχαίες λέξεις
Μηχανουργός στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: staklininkas, machinist, šaltkalvis, mašinistas, kvalifikuotas darbininkas
Μεταφράσεις: staklininkas, machinist, šaltkalvis, mašinistas, kvalifikuotas darbininkas