Μοιράζομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: μοιράζομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įnašas, akcija, dalis, dalį, tenkanti
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοιράζομαι
μοιράζομαι συνώνυμα, μοιράζομαι ορισμός, μοιράζομαι το αυτοκίνητο, μοιράζομαι γνωμικά, μοιράζομαι και ωριμάζω, μοιράζομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μοιράζομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- μοίρα στα λιθουανικά - dalis, lemtis, likimas, likimą, išlikimą, likimo, išlikimas
- μοδίστρα στα λιθουανικά - siuvėja, Krawcowa, Szwaczka
- μοιράζω στα λιθουανικά - akcija, skirstyti, įnašas, sandoris, spręsti, susitarimas, sandorį, ...
- μοιραίος στα λιθουανικά - mirtinas, mirtina, mirtini, mirtinos, mirtinų
Τυχαίες λέξεις
Μοιράζομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: įnašas, akcija, dalis, dalį, tenkanti
Μεταφράσεις: įnašas, akcija, dalis, dalį, tenkanti