Μόριο στα λιθουανικά

Μετάφραση: μόριο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dalelytė, molekulė, molekulės, molekulę, molekule
Μόριο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μόριο

μόριο γλυκόζης, μόριο άτομο, μόριο υδρογόνου, μόριο νερού, μόριο φυσική, μόριο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μόριο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μόνο στα λιθουανικά - vienišas, vienintelis, tiktai, tik, tik tada, tik tuo
  • μόνος στα λιθουανικά - vienišas, vienas, vienintelis, tik, tik tada, tik tuo
  • μόρτης στα λιθουανικά - užpakalis, niekšas, Nesąžiningi, Łotrowski, Nepagrįstų, Łajdacki
  • μόρφωση στα λιθουανικά - edukologija, auklėjimas, švietimas, ugdymas, švietimo, išsilavinimas, mokymas
Τυχαίες λέξεις
Μόριο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dalelytė, molekulė, molekulės, molekulę, molekule