Νεύρο στα λιθουανικά

Μετάφραση: νεύρο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nervas, nervų, nervo, nervinių, nervinis
Νεύρο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεύρο

ωλένιο νεύρο, νεύρο δοντιού, νεύρο κροταφογναθική άρθρωση, νεύρο της νεφρικής πυέλου, ισχιακό νεύρο, νεύρο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, νεύρο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • νεωτεριστικός στα λιθουανικά - modernistinė, modernistinį, Modernybės, Modernistyczny, Modernistisks
  • νεότητα στα λιθουανικά - jaunimas, jaunystė, jaunuolis, jaunimo, Youth, jaunimui, jaunimą
  • νεύω στα λιθουανικά - signalas, kinkuoti, linksėjimas, linktelėjimas, linktelėti, linguoti
  • νημάτιο στα λιθουανικά - siūlelis, siūlas, gijų, gijos, gijiniai
Τυχαίες λέξεις
Νεύρο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: nervas, nervų, nervo, nervinių, nervinis