Νεύω στα λιθουανικά

Μετάφραση: νεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
signalas, kinkuoti, linksėjimas, linktelėjimas, linktelėti, linguoti
Νεύω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: νεύω

νεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, νεύω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • νεότητα στα λιθουανικά - jaunimas, jaunystė, jaunuolis, jaunimo, Youth, jaunimui, jaunimą
  • νεύρο στα λιθουανικά - nervas, nervų, nervo, nervinių, nervinis
  • νημάτιο στα λιθουανικά - siūlelis, siūlas, gijų, gijos, gijiniai
  • νηνεμία στα λιθουανικά - ramumas, raminti, tyla, ramus, užliūliuoti, ramybės valandėlė, malšinti, ...
Τυχαίες λέξεις
Νεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: signalas, kinkuoti, linksėjimas, linktelėjimas, linktelėti, linguoti