Οντότητα στα λιθουανικά
Μετάφραση: οντότητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
subjektas, ūkio subjektas, asmens, įmonė, organizacija
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: οντότητα
οντότητα συνώνυμα, σιωνιστική οντότητα, σκοτεινή οντότητα, νομική οντότητα, πολιτική οντότητα, οντότητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, οντότητα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ονομαστός στα λιθουανικά - garsus, garsėja, žinomas, garsaus, žinomų
- ονοματολογία στα λιθουανικά - terminologija, nomenklatūra, nomenklatūros, nomenklatūrą, nomenclature
- οξείδιο στα λιθουανικά - oksidas, oksido, oksidą, oksidai
- οξικός στα λιθουανικά - acto, be acto, acto rūgšties, -acto
Τυχαίες λέξεις
Οντότητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: subjektas, ūkio subjektas, asmens, įmonė, organizacija
Μεταφράσεις: subjektas, ūkio subjektas, asmens, įmonė, organizacija