Παζαρεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: παζαρεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
derybos, lygimas, Dešimtį, Sudaryti išsamų verslo, Vienas dešimt, Maiņtirdzniecības prekė, išsamų verslo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παζαρεύω
παζαρεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παζαρεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- παγώνω στα λιθουανικά - šaltis, užšaldyti, įšaldyti, įšaldymo, sušaldyti, užšalti
- παζάρι στα λιθουανικά - turgus, Bazaar, turgaus
- παθαίνω στα λιθουανικά - gaunu, man, gauti, galiu gauti, aš gausiu
- παθητικά στα λιθουανικά - pasyvus, pasyvi, pasyvioji, pasyviai, pasyvaus
Τυχαίες λέξεις
Παζαρεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: derybos, lygimas, Dešimtį, Sudaryti išsamų verslo, Vienas dešimt, Maiņtirdzniecības prekė, išsamų verslo
Μεταφράσεις: derybos, lygimas, Dešimtį, Sudaryti išsamų verslo, Vienas dešimt, Maiņtirdzniecības prekė, išsamų verslo