Πεινασμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: πεινασμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alkanas, alkani, išalkęs
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινασμένος
πεινασμένος σαν το λύκο, πεινασμένος σαν το λύκο και αξύριστος για μέρες, πεινασμένοσ και τζέντλεμαν, ο πεινασμένος, είμαι πεινασμένοσ, πεινασμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πεινασμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- πειθαρχώ στα λιθουανικά - drausmė, disciplina, drausmės, disciplinos, drausmę
- πειθώ στα λιθουανικά - pažiūra, nuomonė, įtikinėjimas, Įtikinimo, įtikinimas, įkalbinėjimas, įsitikinimas
- πεινώ στα λιθουανικά - alkis, badas, bado, badą, alkio
- πειράζω στα λιθουανικά - erzinti, kibinti, erzinimas, erzinamas pokštas, erzintojas
Τυχαίες λέξεις
Πεινασμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: alkanas, alkani, išalkęs
Μεταφράσεις: alkanas, alkani, išalkęs