Περιορισμένος στα λιθουανικά
Μετάφραση: περιορισμένος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
ribotas, apribota, ribojamas, apribotas, ribojama
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιορισμένος
περιορισμένος αριθμός εκκαθαρίσεων, περιορισμένος english, περιορισμένος συνώνυμα, περιορισμένος χρόνος, περιορισμένος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, περιορισμένος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- περιοδικό στα λιθουανικά - žurnalas, Magazine, žurnalo, žurnale
- περιορίζω στα λιθουανικά - riba, izoliuoti, apsiriboti, apriboti, apsiriboja, apriboja
- περιορισμός στα λιθουανικά - apribojimas, ribojimas, apribojimo, apribojimai, apribojimą
- περιουσία στα λιθουανικά - požymis, dvaras, nuosavybė, savybė, turtas, objekto, turto, ...
Τυχαίες λέξεις
Περιορισμένος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: ribotas, apribota, ribojamas, apribotas, ribojama
Μεταφράσεις: ribotas, apribota, ribojamas, apribotas, ribojama