Ποινή στα λιθουανικά

Μετάφραση: ποινή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bausmė, bauda, sankcija, nuobauda, bausmės
Ποινή στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ποινή

ποινή με αναστολή, ποινή λιπομαρτυρίας, ποινή φυλάκισης με αναστολή, ποινή 90 εκατομμυρίων ευρώ στην τουρκία για την εισβολή στην κύπρο, ποινή απαραδέκτου, ποινή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ποινή στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ποικιλία στα λιθουανικά - rūšis, įvairovė, veislės, veislė, įvairių, įvairovę
  • ποιμενικός στα λιθουανικά - ganytojiškas, pastoracinis, pastoralinis, kaimiškas, kunigo
  • ποινικός στα λιθουανικά - baudžiamasis, baudžiamosios, baudžiamoji, Bausmių vykdymo, baudžiamosios teisės
  • ποιότητα στα λιθουανικά - charakteris, asmenybė, rūšis, kokybė, kokybės, kokybę, kokyb, ...
Τυχαίες λέξεις
Ποινή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: bausmė, bauda, sankcija, nuobauda, bausmės