Προδικάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: προδικάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
iš anksto įsivaizduoti, sau anksto, iš anksto susidaryti, anksto susidaryti nuomonę, iš anksto susidaryti nuomonę
Προδικάζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προδικάζω

προδικάζω συνώνυμο, προδικάζω βικιλεξικο, προδικάζω σημασια, προδικάζω ορισμός, προδικάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προδικάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • προγραμματισμός στα λιθουανικά - programavimas, programavimo, programų, programavimą, programas
  • προδίδω στα λιθουανικά - krautuvė, parduotuvė, dirbtuvė, kvykauti, žviegimas, kliegesys, kliegti, ...
  • προδοσία στα λιθουανικά - išdavimas, klastingumas, išdavystė, klasta, išdavyste
  • προδοτικός στα λιθουανικά - treasonous
Τυχαίες λέξεις
Προδικάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: iš anksto įsivaizduoti, sau anksto, iš anksto susidaryti, anksto susidaryti nuomonę, iš anksto susidaryti nuomonę