Προπονούμενος στα λιθουανικά

Μετάφραση: προπονούμενος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
treniravimas, proponoumenos
Προπονούμενος στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προπονούμενος

προπονούμενος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προπονούμενος στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • προπηλακίζω στα λιθουανικά - propilakizo
  • προπονητής στα λιθουανικά - vagonas, karieta, autobusas, treneris, komandos treneris, trenerio, tolimojo susisiekimo autobusų
  • προπονώ στα λιθουανικά - karieta, autobusas, vagonas, treneris, komandos treneris, trenerio, tolimojo susisiekimo autobusų
  • προπορεύομαι στα λιθουανικά - pradininkas, pionierius, būti anksčiau, prieš, anksčiau, ankstesnė, būti ankstesnė
Τυχαίες λέξεις
Προπονούμενος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: treniravimas, proponoumenos