Πυκνωτής στα λιθουανικά

Μετάφραση: πυκνωτής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kondensatorius, capacitor, kondensatoriaus, kondensatorių, kondensatorius ir
Πυκνωτής στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυκνωτής

πυκνωτής αντιστάθμισης, πυκνωτής σύζευξης, πυκνωτής αντιπαρασιτικός, πυκνωτής εξομάλυνσης, πυκνωτής ανεμιστήρα, πυκνωτής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, πυκνωτής στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • πυγμαίος στα λιθουανικά - menkysta, žemaūgis, žvirblinė, pigmėjas, niekingas
  • πυγμαχώ στα λιθουανικά - dėžutė, smūgis, boksas, dėžė, boksuotis, lonžeronas, rangautas, ...
  • πυκνός στα λιθουανικά - tirštas, storas, tankus, Zwalisty, Nabity, Krępy, Plecīgs, ...
  • πυκνότητα στα λιθουανικά - tankis, skaičius, tankio, tankumas, tankį
Τυχαίες λέξεις
Πυκνωτής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kondensatorius, capacitor, kondensatoriaus, kondensatorių, kondensatorius ir