Ρέλι στα λιθουανικά
Μετάφραση: ρέλι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
riba, siena, kraštas, paraštė, gelbėjimo virvė, gelbėjimo, gyvybiškai, gyvybiškai svarbus, arterijos
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ρέλι
το ρέλι, ρέλι τι είναι, λοξό ρέλι, ρέλι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ρέλι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ράτσα στα λιθουανικά - kraujas, kilmė, rasė, auginti, veislė, veisti, veislės, ...
- ράφι στα λιθουανικά - lentyna, Tinkamumo, lentynos, nepažeidus originalios
- ρέψιμο στα λιθουανικά - raugėjimas
- ρέω στα λιθουανικά - srautas, srovė, tekėti, srauto, srautą, pratekėjimas
Τυχαίες λέξεις
Ρέλι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: riba, siena, kraštas, paraštė, gelbėjimo virvė, gelbėjimo, gyvybiškai, gyvybiškai svarbus, arterijos
Μεταφράσεις: riba, siena, kraštas, paraštė, gelbėjimo virvė, gelbėjimo, gyvybiškai, gyvybiškai svarbus, arterijos